Ο «ποιητής του πεζού λόγου» κατά τον Παλαμά,
συγκαταλέγεται στους κορυφαίους των γραμμάτων της
νεότερης Ελλάδας.
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο στις
4 Μαρτίου του 1851 και ήταν γιος του ιερέα Αδαμάντιου
Εμμανουήλ και της Αγγελικής, κόρης Αλεξ. Μωραϊτίδη, που
καταγόταν από αρχοντικό σόι προερχόμενο από το Μωρία.
Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο νησί του. Γράφτηκε
στο σχολαρχείο (1860) την τρίτη τάξη του οποίου όμως
αναγκάστηκε να παρακολουθήσει στη Σκόπελο (1865) καθώς
στη Σκιάθο είχε καταργηθεί.
Η πορεία των γυμνασιακών του σπουδών πραγματοποιήθηκε επίσης μετ' εμποδίων, συνοδευόμενη από διαρκείς διακοπές εξαιτίας κυρίως της οικονομικής ανέχειας της οικογένειάς του: τα έτη 1867-69 τελείωσε την πρώτη και δευτέρα γυμνασίου στην Χαλκίδα, το 1869 εγγράφτηκε στην τρίτη τάξη του γυμνασίου στον Πειραιά, αλλά τον Φεβρουάριο του 1870 διέκοψε τις σπουδές του και γύρισε στη Σκιάθο.
Το 1872 επισκέφτηκε το Άγιο Όρος μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο, όπου παρέμεινε οκτώ μήνες ως δόκιμος μοναχός. Μη θεωρώντας τον εαυτό του άξιο να φέρει το «αγγελικό σχήμα», επέστρεψε στην Αθήνα το 1873 όπου γράφτηκε στην τέταρτη τάξη του Βαρβάκειου γυμνασίου, απ’ όπου αποφοίτησε το 1874 όταν και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του κυρίως λόγω οικονομικών και βιοποριστικών δυσκολιών, πράγμα που στοίχισε στον πατέρα του, ο οποίος τον περίμενε να γυρίσει καθηγητής στο νησί και να βοηθήσει τις τέσσερις αδελφές του. Οι τρεις από αυτές παρέμειναν ανύπαντρες και του παραστάθηκαν με αφοσίωση σε όλες τις δύσκολες στιγμές του - όπως όταν, επί παραδείγματι, απογοητευμένος από τη ζωή της Αθήνας, αναζητούσε καταφύγιο στη Σκιάθο. Ωστόσο, επειδή οι οικονομικές του ανάγκες ήταν πολλές, σύντομα αναγκαζόταν να επιστρέψει στην Αθήνα.
Το 1879 δημοσιεύει το μυθιστόρημα ο "Μετανάστης" στην εφημερίδα "Νεόλογος". Γράφει το πρώτο λυρικό του ποίημα για τη μητέρα του, το 1880. Το 1882 άρχισε να δημοσιεύει το μυθιστόρημά του "Οι έμποροι των Εθνών" στην εφημερίδα "Μη χάνεσαι", ενώ παράλληλα άρχισε να εργάζεται ως μεταφραστής της αγγλικής και γαλλικής λογοτεχνίας. Το 1884 άρχισε να δημοσιεύει στην "Ακρόπολη" το μυθιστόρημά του "Γυφτοπούλα", όπου από το 1892 ως το 1897 εργάζεται ως τακτικός συνεργάτης.
Από το 1902 ως το 1904 μένει στη Σκιάθο απ' όπου δημοσιεύει τη "Φόνισσα". Στις 13 Μαρτίου 1908 γιορτάζεται στον "Παρνασσό" η 25ετερήδα του στα ελληνικά γράμματα, υπό την προστασία της πριγκίπισσας Μαρίας Βοναπάρτη. Αμέσως μετά επιστρέφει στην παρτίδα του όπου και μένει ως το τέλος της ζωής του. Πεθαίνει το ξημέρωμα της 3ης Ιανουαρίου του 1911 από πνευμονία. Η κηδεία του έγινε την ίδια μέρα και τον επικήδειο εκφώνησε ο Γ. Ρήγας. Στις 22 Νοεμβρίου 1912 τον τάφο του επισκέφτηκε η Μαρία Βοναπάρτη και το 1925 στήθηκε η προτομή του, έργο του Θ. Θωμόπουλου.
Το πλούσιο συγγραφικό του έργο, διαπνέεται από βαθιά αγάπη για τη γενέτειρα του, το Θεό και τους ανθρώπους. 176 διηγήματα, με επίκεντρο κυρίως τη Σκιάθο, το Κάστρο, τα Μοναστήρια της και την Αθήνα. Η φύση, η θάλασσα, τα μνημεία του νησιού του, οι απλοί άνθρωποι του τόπου του, απετέλεσαν τις πηγές του. Υπήρξε ένας άριστος μελετητής της ανθρώπινης ψυχολογίας και των ηθών της εποχής του. Με την απαράμιλλη και γεμάτη λυρισμό πένα του, έγραψε χωρίς αμφιβολία τα κορυφαία ηθογραφήματα της νεότερης Ελλάδας. Ετσι, το ονομά του μας παραπέμπει στο νησί του, αλλά παράλληλα, στο άκουσμα της λέξης "Σκιάθος", δεν μπορούμε να μη σκεφτούμε το μεγάλο αυτό λογοτέχνη, που σφράγισε ανεξίτηλα το νησί του ακριβώς όπως αυτό σφράγισε το έργο του.
Εκατοντάδες άρθρα, μελέτες, αφιερώματα και πανεπιστημιακά συγγράμματα έχουν γραφτεί για το έργο του. Δικαίως θεωρείται ο κορυφαίος Έλληνας ηθογράφος της νεότερης εποχής και εξαιρετικός μελετητής της ανθρώπινης ψυχολογίας. Το έργο του, διεθνώς πλέον αναγνωρισμένο, είναι επηρεασμένο από την μεγάλη ρώσικη λογοτεχνία της εποχής του, κυρίως τον Ντοστογιέφσκι. Σήμερα τα διηγήματά και τα ελάχιστα μυθιστορήματά του εξακολουθούν να γνωρίζουν αλλεπάλληλες εκδόσεις και μεγάλη εκδοτική επιτυχία. Πολλά έργα του, όπως η «Φόνισσα», μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο αλλά και στην τηλεόραση (η «Γυφτοπούλα» και οι «Έμποροι των Εθνών»).