Ηταν γιος του Επιφάνειου Δημητριάδη και γεννήθηκε στη
Σκιάθο το 1802. Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη και στην
Πάρο, όπου έγινε μοναχός και πήρε το όνομα Δανιήλ, από
Δημήτριος που ήταν το βαπτιστικό του. Στο διάστημα -1828
1830 δίδαξε τα ελληνικά γράμματα στη Σκιάθο και μετά
επέστρεψε στην Πάρο όπου ίδρυσε σχολείο με οικοτροφείο.
Εφυγε από εκεί, μετά τη ρήξη με τον επίσκοπο του νησιού, και
κατέφυγε στο Αγιο Ορος όπου έγινε μεγαλόσχημος ιερέας και
πήρε το όνομα Διονύσιος.
Από το 1836 ως το 1841 έμεινε στο Φανάρι μετά από πρόσκληση του Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου του ΣΤ’, ως σύμβουλος του επί των εκκλησιαστικών. Τον Αύγουστο του1841 επέστρεψε στη Σκιάθο και μόνασε στο μοναστήρι της Παναγίας της Εικονίστριας, το οποίο ανακαίνισε με δικά του έξοδα. Το μοναστήρι κάτω από τη δική του επιστασία έγινε πραγματικό εργαστήριο μοναχικής ζωής με κοινωνική και θρησκευτική ακτινοβολία.
Το 1852 αναγκάστηκε να φύγει από τη Σκιάθο, πήγε στην Υδρα όπου τον κάλεσε ο Αθανάσιος Μιαούλης και έμεινε ως το 1882, όταν γέρος πια επέστρεψε στη Σκιάθο. Στο ύψωμα του Προφήτη Ηλία έχτισε τριώροφη οικοδομή με σκοπό να τη χρησιμοποιήσει ως σχολείο. Δυστυχώς όμως, δεν κατάφερε να ολοκληρώσει αυτό το έργο του, γιατί πέθανε στις 30 Δεκεμβρίου του 1887.
Ο Διονύσιος ανήκει στους τελευταίους Κολλυβάδες. Υπήρξε κληρικός με μεγάλη μόρφωση και όπου πέρασε άφησε έντονα τα σημάδια της διαβάσεως του. Δυστυχώς δε μας έχει αφήσει τίποτα γραπτό εκτός από τα δύο επιγράμματα στις βρύσες της μονής της Κουνίστρας. Αναμφισβήτητα ανήκει, όπως και ο πατέρας του, στους Διδάσκαλους του Γένους.